Перевод: с немецкого на все языки
ἀγωγοὶ ὕδατος
Ничего не найдено.
Попробуйте поискать во всех возможных языках
или измените свой поисковый запрос.
См. также в других словарях:
θέρμανση — Διαδικασία με την οποία αυξάνεται η θερμοκρασία σωμάτων ή χώρων. Ανάλογα με το σύστημα παραγωγής της απαιτούμενης θερμότητας για τη θ., υπάρχουν διάφοροι τύποι θ.: με άνθρακα, πετρέλαιο, αέριο, όπου η θερμότητα παράγεται με την καύση· ηλεκτρική θ … Dictionary of Greek
διώρυγα — Τεχνητός υδάτινος δρόμος, που δημιουργεί πλωτή γραμμή επικοινωνίας ή μεταφέρει νερά από έναν τόπο σε άλλον για διάφορους σκοπούς και χρήσεις. Οι δ. διακρίνονται κυρίως σε πλωτές, παρακαμπτήριες, ύδρευσης, αποξήρανσης και άρδευσης. Οι πλωτές δ.… … Dictionary of Greek
κινητήρας — Μηχανή η οποία παράγει μηχανική ενέργεια απορροφώντας ενέργεια άλλης μορφής, συνηθέστερα θερμική, ηλεκτρική ή υδραυλική. Η ποσότητα της απορροφώμενης ενέργειας είναι πάντοτε μεγαλύτερη από την ποσότητα της παραγόμενης, εξαιτίας των απωλειών που… … Dictionary of Greek